- κρυφώς
- κρυφῶς (Μ) [κρυφός]κρυφά, μυστικά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρυφός — και κουρφός, ή, ό (Μ κρυφός, ή, όν) 1. κρυμμένος, αφανής στους άλλους, μυστικός (α. «κρυφό σχολειό» β. «κρυφή είσοδος») 2. (για συναισθήματα) αυτός που δεν εκδηλώνεται, που δεν εκφράζεται, κρύφιος, μύχιος («κρυφή αγάπη») 3. το ουδ. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek
ԶԱՆԽՈՒԼ — (խուլք, խլից.) NBH 1 0714 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 8c, 9c, 10c, 12c, 13c, 14c ա. ԶԱՆԽՈՒԼ λαθῶν, λήθιος latens, clandestinus որ եւ ԱՆԽՈՒԼ, (իբր համախուլ, անլսելի. լռիկ) այսինքն Թաքուն. ծածկեալ. գաղտնի. անգիտելի. անյայտ իմն.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)